Δημοσθένη

Δημοσθένη
Δημοσθένης
masc nom/voc/acc dual (doric aeolic)
Δημοσθένης
masc acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Αισχίνης — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αθηναίος ρήτορας και πολιτικός (Αθήνα 389 – Ρόδος 314; π.Χ.). Καταγόταν από άσημη οικογένεια, άσκησε διάφορα επαγγέλματα, δοκίμασε τις δυνάμεις του και ως ηθοποιός και κατέλαβε μια ασήμαντη δημόσια θέση. Για την… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …   Dictionary of Greek

  • Κλεοβούλη — (5ος 4ος αι. π.Χ.). Μητέρα του Δημοσθένη, κόρη του Αθηναίου Γήλωνα και μίας πλούσιας γυναίκας από τη Σκυθία, την οποία παντρεύτηκε ο Γήλων στους Κήπους του Βοσπόρου. Παντρεύτηκε τον Δημοσθένη τον Παιανέα, ο οποίος κατασκεύαζε ξίφη. Από αυτόν… …   Dictionary of Greek

  • Παμμένης — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ευγενής Θηβαίος, σύγχρονος του Επαμεινώνδα, που συνετέλεσε στη σύσταση του Ιερού Λόχου. Μετά τη μάχη των Λεύκτρων, στάλθηκε στην Αρκαδία με 1.000 άντρες για να προστατέψει την ίδρυση της Μεγαλόπολης από τυχόν… …   Dictionary of Greek

  • αριστόνικος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αθηναίος ρήτορας και πολιτικός (4ος αι. π.Χ.). Καταγόταν από τον Μαραθώνα. Ήταν σύγχρονος του Δημοσθένη, που ανήκε, όπως κι εκείνος, στην αντιμακεδονική μερίδα. Μερικοί τον ταυτίζουν με τον Α. τον Φρεάριο, γιο του… …   Dictionary of Greek

  • βάταλος — και βάτταλος, ο (Α) 1. ο τραυλός 2. ο πρωκτός. [ΕΤΥΜΟΛ. Δημώδης τ., άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση της λ. βάταλος με το βατώ ( έω) «ανέρχομαι, πηδώ» είναι αβέβαιη, ενώ η άποψη, κατά την οποία ο όρος βάταλος είναι δάνεια λ. ανατολικής προέλευσης (πρβλ …   Dictionary of Greek

  • ζώσιμος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ζ. ο μάρτυς. Βλ. λ. Αλέξανδρος. 2. Ζ. ο μάρτυς, ο μοναχός. Καταγόταν από την Κιλικία και μαρτύρησε επί Δομιτιανού (51 96). Μπόρεσε όμως να σωθεί και κατέφυγε στα βουνά, μαζί με τον Αθανάσιο τον… …   Dictionary of Greek

  • πέλλα — I Πόλη στην περιοχή της αρχαίας Βοττιαίας, που την έκανε πρωτεύουσα των Μακεδόνων ο Αρχέλαος (413 399 π.Χ.). Υπήρξε έδρα του Φιλίππου και γενέτειρα του Αλεξάνδρου, απετέλεσε σπουδαίο κέντρο του ελληνισμού κατά την εποχή των διαδόχων, περιήλθε… …   Dictionary of Greek

  • Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην …   Dictionary of Greek

  • Αισίων — (4ος αι. π.Χ.). Αθηναίος ρήτορας και πολιτικός, συμμαθητής του Δημοσθένη. Ο Πλούταρχος αναφέρει ότι ο Α. θεωρούσε τους λόγους του Δημοσθένη ανώτερους από όλων των άλλων ρητόρων γιατί, και όταν ακόμα διαβάζονταν, ασκούσαν μεγάλη επίδραση στους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”